- μανάσιος
- μανάσιος, ὁ, corn-measure at Elis, Schwyzer 419.5 (v/iv B. C.); cf. μνασίς, μνασίον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μανάσιος — μανάσιος, ὁ (Α) μέτρο χωρητικότητας σίτου στην Ήλιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μνασίς, μνασίον] … Dictionary of Greek